- συνεκλαλεῖν
- συνεκλαλέωutter along withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκλαλώ — έω, ΜΑ προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»] … Dictionary of Greek